- ἐπαγωνίζεσθαι
- ἐπαγωνίζομαιcontend withpres inf mpἐπαγωνίζομαιcontend withpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγωνίζομαι — ἐπαγωνίζομαι (AM) αγωνίζομαι για κάτι, προσπαθώ («ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείση τοῑς ἁγίοις πίστει», ΚΔ) αρχ. 1. αγωνίζομαι επί πλέον 2. συνεχίζω την επίθεση 3. (με δοτ.) α) αγωνίζομαι υπό την επίδραση ενός γεγονότος β) αγωνίζομαι για κάτι γ) … Dictionary of Greek